Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡ ξενική

  • 1 ξενική

    ξενικός
    of: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ξενική

  • 2 ξενικῇ

    ξενικός
    of: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ξενικῇ

  • 3 ξενική

    ξενικός
    of: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ξενική

  • 4 ξενικός

    ξεν-ικός, ή, όν, also ός, όν E. Ion 722 (lyr.) ; [dialect] Ion. [full] ξεινικός Hdt.1.77:—
    A of or for a stranger, of foreign kind, opp. ἀστικός, A.Supp. 618 ;

    ξ. ἱκτῆρες E.Cyc. 370

    (lyr.) ; ξενικά taxes paid by aliens at Athens,

    ξ. τελεῖν D.57.34

    ; σύσσιτοι ξ., opp. πολιτικοί, Arist.Pol. 1314a10 ; -ωτέρας.. γενομένης τῆς βοηθείας more connected with, or dependent upon, foreigners, ib. 1257a31 ; τὸ ξ. the class of aliens, ib. 1278a7 ; also τὸ ξ. (sc. δικαστήριον ) the court in which aliens sued or were sued, ib. 1300b24, cf. SIG306.24 (Tegea, iv B. C.), PHal.1.164 (iii B. C.) ; ξ. χαλκός foreign money, PStrassb.103.8 (iii B. C.) ;

    ξ. ἀργύριον IG12.313.57

    , 22.1436.56 ;

    ξ. νόμισμα Pl.Lg. 742b

    ;

    ξ. ἐμπόριον PTeb.5.33

    (ii B. C.) ; τὰ ξ. alien property, IG9(1).333.3 (Oeanthea, v B. C.) ; ξ. βοσκήματα, τὰ ξ. τῶν σπερμάτων, Thphr.HP9.20.3, 8.8.1, cf. Pl.R. 497b.
    b concerning the status of an alien, δίκα (cf.

    ξενία 1.3

    ) SIG526.25 (Crete, iii B. C.).
    c in Thessaly, ξ. λύτρωσις manumission which confers non-citizen status, IG9(2).28: freq. ξενικῇ alone, ἀπελευθεροῦσθαι ξ. ib.14, al.
    2 of foreign troops, etc., νῆες ξ. ships furnished by the allies, Th.7.42 ; but usu. of hired troops,

    ξ. στρατός Hdt.1.77

    ; τὸ ξ., = οἱ ξένοι, a body of mercenaries, Ar.Pl. 173, Th.[8.25], X.An.1.2.1, etc. ;

    ξενικὸν τρέφειν D.4.24

    .
    3 rarely = ξένιος, hospitable,

    ὁ ξ. θεός

    protector of guests,

    Pl.Lg. 879e

    ;

    ἡ ξ. τράπεζα Aeschin.3.224

    , cf. Dosiad.Hist.1 ; ἡ ξενική (sc. φιλία ) friendship between host and guest, Arist.EN 1156a31. Adv.

    - κῶς

    hospitably,

    Theopomp.Hist.225

    .
    II foreign, strange, νόμαια, ἱρά, Hdt.1.135, 172 ; τὸ ξ., of laws, their foreign origin or character, Pl.Lg. 702c ;

    ξ. λόγοι Ar.Ach. 634

    ; ξ. ὀνόματα non-Attic names, Pl.Cra. 401c ;

    οἶνος ξ. Alex.290

    , Diph.32.27 ;

    δίκαιον τοὺς ξένους πίνειν ξενικόν Alex.230

    ; γλῶσσα, λίθος, PGiss.99.9(ii/iii A. D.), POxy.1449.46 (iii A. D.) ;

    ἀγνωστότερα καὶ-ώτερα Arist. Metaph. 995a3

    ; of style, unfamiliar, i.e. abounding in unusual words and phrases,

    ξ. λέξις Id.Rh. 1406a15

    ; τὸ ξ. ib. 1405a8, cf. Po. 1458a22. Adv.

    - κῶς

    in non-Attic fashion,

    Pl.Cra. 407b

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξενικός

  • 5 τράπεζα

    τράπεζ-α [pron. full] [τρᾰ], ης, , [dialect] Dor. [full] τράπεσδα Alcm.74b:—
    A table, esp. dining-table, eating-table, freq. in Hom., Τηλεμάχοιο τ., ἐμὴ τ., Od.17.333, 447, cf. IG12.330.4, Men.518.2;

    τ. παραθεῖναι Hdt.6.139

    , Alex.171;

    παρέκειτο τ. Il.24.476

    ; τ. εἰσφέρειν, ἐπάγειν, Ar.V. 1216, Anaxandr. 2 (but ἐσῄρετο is prob. cj.);

    ἡ τ. εἰσῄρετο Ar.Ra. 518

    ;

    τ. ἀφαιρεῖν Od. 19.61

    , X.Smp.2.1 ([voice] Pass.);

    αἴρειν Men.273

    , cf. 451;

    ἐκφέρειν Pl.Com. 69.2

    ; ξενίη τ. the hospitable board,

    ἴστω Ζεύς.. ξενίη τε τ. Od.14.158

    , cf. 21.28;

    ᾔσχυνε ξενίαν τ. κλοπαῖσι A.Ag. 401

    (lyr.), cf. 701 (lyr.);

    ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96

    , cf. Wilcken Chr.11.58 (ii B. C.);

    ἡ ξενικὴ τ. Aeschin.3.224

    ;

    τοὺς τῆς πόλεως ἅλας καὶ τὴν δημοσίαν τ. Id.2.22

    ; δέξασθαι τραπέζῃ καὶ κοίτῃ entertain at bed and board, Hdt.5.20;

    κοίτης μεθέξουσα καὶ τραπέζης μόνον Plu.Brut.13

    ;

    ἐπὶ τὰς αὐτὰς τ. ἰέναι Antipho 2.1.10

    ; τράπεζαν Περσικὴν παρετίθετο he kept a table in the Persian fashion, Th.1.130;

    τ. κοσμεῖν X. Cyr.8.2.6

    , etc.; εἰς ἀλλοτρίαν τ. ἀποβλέπειν live at other men's table, at their expense, Id.An.7.2.33; τὴν τ. ἀνατρέπειν upset the table, D.19.198; prov. of a spendthrift, And.1.130; table dedicated to the gods, on which meats and offerings were set out, IG12.190.4, 840.19, 22.1245.6, 1534.163, 1933.2, Din.3.2;

    τ. ἱερά PCair.Zen. 708

    (iii B. C.); ἐπὶ τὴν τ. τῶν Διοσκόρων ib.569.24 (iii B. C.); τ. Κυρίου, τ. δαιμονίων, 1 Ep.Cor.10.21.
    2 table, as implying what is upon it, meal,

    ἄνομος τ. Hdt.1.162

    , cf. E.Alc.2, X.An.7.3.22; also

    βορᾶς τ. S.OT 1464

    ; Συρακοσίων τ., prov. of luxurious living, Ar.Fr. 216, cf. Pl.R. 404d; Σικελικαὶ τ. prov. ap. Jul. Or.6.203a;

    πολυτελὴς τ. Epicur.Ep.3p.64U.

    ; δεύτεραι τ. the second course, Plu.2.133e, Ath.14.639b; cf. τράγημα.
    II money-changer's counter,

    ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τ. Pl.Ap. 17c

    , cf. Plu.2.70f;

    αἱ τ. τῶν κολλυβιστῶν Ev.Matt.21.12

    ; most freq. bank, Lys 9.5, etc.; ἡ ἐργασία ἡ τῆς τ. the right to operate the bank, D.36.6; ἡ ἐγγύη ἡ ἐπὶ τὴν τ. security given to the bank, Id.33.10;

    δοῦναι ἀργύριον ἐπὶ τ. Ev.Luc.19.23

    ;

    τὸ ἐπὶ τὴν τ. χρέως D.33.24

    ;

    οἱ ἐπὶ ταῖς τ.

    bankers,

    Isoc.17.2

    ; κατασκευάζεσθαι τράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; τῆς τ. ἀνασκευασθείσης the bank having been broken, D.33.9; δημοσία τ. public bank at Delos, IG22.2336.180 (i B. C.); in Egypt, POxy. 835 (Aug.), etc.; βασιλικὴ τ. in Egypt, PEleph.27.22 (iii B. C.), PTeb.27.70 (ii B. C.), etc.;

    χειριστὴς τῆς ἐν τῇ Πολέμωνος μερίδι τ. PEnteux.38.1

    (iii B. C.); opp.

    ἰδιωτικὴ τ. POxy. 305

    (i A. D.), etc.; κολλυβιστικαὶ τ. ib.1411.4 (iii A. D.).
    1 cross bench in which the mast is fixed, Sch. Il.15.729; τ. δολωνική, v. δολωνικός.
    2 platform on which slaves were exposed for sale, Ar.Fr. 874.
    3 tablet or slab with a relief or inscription, τ. χαλκῆ Orac. ap. D.21.53, cf. Paus.8.31.3; at a tomb, Plu.2.838c.
    4 plinth of a statue, CIG4702.7 (Egypt, iv B. C.).
    b lamp- stand, PSI4.428.39 (iii B. C.).
    5 nether millstone, BGU251.17 (i A. D.), Poll.7.19.
    6 part of a torsion engine, prob. the plinth, Ph.Bel.54.2, HeroBel.100.1.
    7 part of the liver, Nic.Th. 560, Polyaen.4.20, Ruf.Onom. 180.
    8 shoulder-blade, Poll.2.177.
    9 grinding surface of the teeth, ib.93, Ruf.Onom.54. (The word is shortd. from τετράπεζα; hence the question καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τ. λήψομαι; as if this were an absurdity, Ar.Fr. 530;

    τ. τρισκελεῖς Cratin.301

    :—so τρίπεζα, τρέπεδδα (qq. v.), of three-legged tables.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράπεζα

См. также в других словарях:

  • ξενικῇ — ξενικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενική — ξενικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αδενο- — και αδεν α΄ συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το ουσ. ἀδήν ένος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίθετα προς την αρχ. Ελληνική, όπου το ἀδενο ως α΄ συνθ. δεν παρουσιάζει αξιόλογη παραγωγικότητα… …   Dictionary of Greek

  • ακρώμιο — το (Α ἀκρώμιον) η άκανθα, η απόφυση τής ωμοπλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία τής ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

  • αλωπέκουρος — (alopecurus). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Στο γένος αυτό ανήκουν χρήσιμα για βόσκηση φυτά, αλλά και ενοχλητικά ζιζάνια. Έχουν στρογγυλή και επιμήκη ταξιανθία που μοιάζει… …   Dictionary of Greek

  • αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • κισσύβιον — κισσύβιον, τὸ (AM) μσν. ξύλινο αγγείο γάλακτος αρχ. ξύλινο ποτήρι τών αγροτών που κατά τους αρχαίους γραμματικούς ονομαζόταν έτσι είτε επειδή ήταν κατασκευασμένο από ξύλο κισσού είτε επειδή είχε ανάγλυφες παραστάσεις φύλλων ή βλαστών κισσού.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»